Αἰσώπου

Αἰσώπου
Αἴσωπος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Der Junge, der Wolf schrie — Buchillustration von Milo Winter Der Junge, der Wolf schrie, auch bekannt als Der Hirtenjunge und der Wolf oder Der Schäfer und der Wolf, ist eine Fabel, die Aesop zugeschrieben wurde. Die Hauptperson der Fabel ist ein Hirtenjunge, der aus… …   Deutsch Wikipedia

  • Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • θήτα — το (Α θῆτα) (άκλιτο αλλά στον Δημόκρ. γεν. θήτατος και επιγρ. πληθ. θήτατες) το ένατο γράμμα τού αρχαίου και το όγδοο τού νέου ελληνικού αλφαβήτου αρχ. ως κύριο όν. Θῆτα όν. τού Αισώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. teth). Βλ. και… …   Dictionary of Greek

  • λογοποιός — λογοποιός, ὁ (Α) 1. αυτός που γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζογράφος και κυρίως ο ιστορικός συγγραφέας, ο αρχαίος χρονογράφος («οὔτε τῶν ποιητῶν οὔτε τῶν λογοποιῶν οὐδεμίαν φανήσεται μνείαν πεποιημένος», Ισοκρ.) 2. συγγραφέας μύθων, μυθογράφος… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …   Dictionary of Greek

  • τάγης — I Μυστηριώδης μορφή των Ετρούσκων (Τυρρηνών) και εγγονός του Δία. Κατά τη μυθολογία, όταν κάποτε ο Τάρχων όργωνε τη γη, άνοιξε βαθύ αυλάκι, και από εκεί ξεπήδησε ο Τ. με μορφή παιδιού αλλά φρόνηση μεγάλου. Ο T., δίδαξε σε αυτόν και στους… …   Dictionary of Greek

  • φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • Αίσωπος — I (7ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας, ο θεωρούμενος πατέρας της μυθογραφίας. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι αβέβαιες· προέρχονται από μια μυθιστορηματική βιογραφική παράδοση –την οποία συνόδευαν και μύθοι– που τοποθετείται στον 6ο αι. π.Χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”